ἐμπίπτω

ἐμπίπτω
ἐμ-πίπτω, hinein-, darauffallen; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe; στέγῃ, ins Haus; so oft übertr., in etwas geraten, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermutet; εἰς δίνην, λαβύρινϑον, in einen Strudel geraten; εἰς ἔριν, in Streit geraten. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit geraten sein; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu etwas verfallen. Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte. Von Krankheiten: befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen. Übertr. auf Affekte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε ϑυμῷ, Zorn ergriff sein Gemüt;; ἃ εἰς τὴν αἴσϑησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt; εἰς δεσμωτήριον, ins Gefängnis geworfen werden; einfallen, einstürmen; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme; ohne Casus: blindlings hineinstürmen; εἴς τινα, über einen herfallen; vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπίπτω — ἐμπί̱πτω , ἐμπίτνω fall upon pres subj act 1st sg ἐμπί̱πτω , ἐμπίτνω fall upon pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въпадати — ВЪПАДА|ТИ (80), Ю, ѤТЬ гл. 1. Попадать куда л.: рыба мнѡгоножицѩ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти ѥи впа(д)ють. мнѩще камень. МПр XIV, 34; [саламандра] ес(с)тво има(т) излиха мокро и студено ˫ако и во все… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανέμπτωτος — ἀνέμπτωτος, ον (Α) εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»] …   Dictionary of Greek

  • εμπίτνω — ἐμπίτνω (Α) ἐμπίπτω …   Dictionary of Greek

  • εμπταίω — ἐμπταίω (Α) εμπίπτω, πέφτω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …   Dictionary of Greek

  • ενιπλήσσω — ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. τού ἐμπλήσσω) 1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.) 2. πλήττω, χτυπώ 3. επιτίθεμαι, εφορμώ 4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι εμπελάσαντες,… …   Dictionary of Greek

  • μυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * και μυλών, ο (ΑΜ μυλών, ῶνος και μύλων, ωνος, Μ και μύλωνας) το οίκημα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος,… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”